- προλογίζω
- προλογίζωspeak a prologuepres subj act 1st sgπρολογίζωspeak a prologuepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προλογίζω — προλογίζω, προλόγισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προλογίζω — ΝΑ [πρόλογος] μιλώ πρώτος («στον σύνδεσμο θα προλογίσει ο πρόεδρος») νεοελλ. 1. γράφω τον πρόλογο σε κάτι («ο καθηγητής τού προλόγισε το βιβλίο») 2. μιλώ προεισαγωγικά («τη διάλεξη τού καθηγητή θα προλογίσει ο πρόεδρος τού ιδρύματος») αρχ. 1. λέω … Dictionary of Greek
προλογίζω — προλόγισα 1. γράφω πρόλογο, μιλώ προεισαγωγικά. 2. μιλώ πρώτος: Πριν αρχίσει η παράσταση, προλόγισε ο συγγραφέας του έργου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προλογίσει — προλογίζω speak a prologue aor subj act 3rd sg (epic) προλογίζω speak a prologue fut ind mid 2nd sg προλογίζω speak a prologue fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλογιζόμενον — προλογίζω speak a prologue pres part mp masc acc sg προλογίζω speak a prologue pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλογίζει — προλογίζω speak a prologue pres ind mp 2nd sg προλογίζω speak a prologue pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλογίζοντα — προλογίζω speak a prologue pres part act neut nom/voc/acc pl προλογίζω speak a prologue pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλογίζουσι — προλογίζω speak a prologue pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προλογίζω speak a prologue pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλογιζομένη — προλογίζω speak a prologue pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλογιζομένῳ — προλογίζω speak a prologue pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)